- τάραμα
- το, Νβλ. τάραγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Hueva (gastronomía) — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar … Wikipedia Español
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek
τάραγμα — το, ΝΑ, και τάραμα Ν [ταράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράζω, ψυχική αναστάτωση, ταραχή (α. «όταν άκουσε τα νέα μου τόν έπιασε τάραγμα» β. «ἐν κλύδωνι καὶ φρενῶν ταράγματι πέπτωκα δεινῷ», Ευρ.) νεοελλ. 1. ανακίνηση, ανακάτεμα 2.… … Dictionary of Greek
ταραμοκεφτές — ο, Ν νηστήσιμο έδεσμα, είδος κεφτέ με ζύμη που παρασκευάζεται με ταραμά αντί για κιμά … Dictionary of Greek
ταραμοπολτός — ο, Ν (τροφ. τεχνολ.) τρόφιμο που παρασκευάζεται από ταραμά με την προσθήκη σογιαλεύρου ή άλλου πρωτεϊνούχου αλεύρου σε ποσοστό έως 8%, καθώς και με την προσθήκη αλεύρου από σπέρματα χαρουπιάς ή άλλου κομμιούχου αλεύρου σε ποσοστό έως 2% … Dictionary of Greek
ταραμοσαλάτα — η, Ν παχύρρευστη κρέμα από ταραμά αναμεμιγμένο με λεμόνι, λάδι, ψιλοκομμένο κρεμμύδι και ψίχα ψωμιού … Dictionary of Greek
ταραμόγλωσσα — η, Ν (τροφ. τεχνολ.) ονομασία τού αβγοτάραχου, δηλαδή τού ταραμά από τον οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί οι ωοθηκικές μεμβράνες, που λαμβάνεται από τον μπακαλιάρο τού Ατλαντικού και τον μελανόγραμμο μπακαλιάρο … Dictionary of Greek
συντηρητικά — Ονομασία ουσιών τις οποίες προσθέτουν συνήθως σε μικρή αναλογία, σε προϊόντα που αλλοιώνονται εύκολα, με σκοπό τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τα σπουδαιότερα από τα σ. που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι το αλάτι … Dictionary of Greek
ταραμοκεφτές — ο πληθ. έδες, κεφτές νηστίσιμος που αντί για κιμά έχει ταραμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταραμοσαλάτα — η είδος ορεκτικού που γίνεται από ταραμά, ψωμί, λάδι, λεμόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)